οδοντολογία

οδοντολογία
η
επιστήμη που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη και τη θεραπεία τών νόσων οι οποίες προσβάλλουν κυρίως τα δόντια, αλλά και άλλα όργανα τής στοματικής κοιλότητας που συμβάλλουν στη λειτουργία τής μάσησης, την αισθητική και την ομιλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. odontology < ὀδούς, ὀδόντος + -λογία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • οδοντολογικός — ή, ό [οδοντολόγος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οδοντολογία. επίρρ... οδοντολογικώς με οδοντολογικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”